- Λευκορωσία
- Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη σε έκταση από τη Ρουμανία ή τη Μεγάλη Βρετανία. Οι επιπτώσεις από την πυρηνική καταστροφή του Tσέρνομπιλ ήταν ίσως μεγαλύτερες στη Λ. απ’ ό,τι στις άλλες γειτονικές χώρες. Σύμφωνα με στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας μετά το 1986, το 70% της ραδιενέργειας έπληξε το 40% των εδαφών της Λ., συμπεριλαμβανομένης και της πρωτεύουσας. Οι επιπτώσεις, όμως, από εκείνη την πυρηνική καταστροφή ήταν εξαιρετικά σοβαρές και για την υγεία των κατοίκων. Περισσότεροι από 2 εκατομμύρια Λευκορώσοι μολύνθηκαν από τη ραδιενέργεια και τα κρούσματα διαφόρων μορφών καρκίνου έχουν αυξηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια, ιδίως στα παιδιά.Η χώρα διαιρείται σε έξι περιφέρειες (σε παρένθεση ο πληθυσμός τους το 1998): Βιτέμπσκ (1.413.900 κάτ.), Γκομέλ (1.581.800 κάτ.), Γκόρντο (1.198.500 κάτ.), Μινσκ (1.578.500 κάτ.), Μογκίζεφ (1.245.800 κάτ.) και Μπρεστ (1.510.600 κάτ.). Ο δήμος του Μινσκ (1.722.600 κάτ.) αποτελεί ξεχωριστή διοικητική περιφέρεια.Επίσημη γλώσσα από το 1990 είναι η λευκορωσική, η οποία είναι υποχρεωτική σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ωστόσο, ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών μιλά και γράφει τη ρωσική. Λιγότεροι είναι εκείνοι που μιλούν πολωνικά και ουκρανικά.
Οι Λευκορώσοι αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, σε ποσοστό 81,2%. Η μεγαλύτερη μειονότητα είναι η ρωσική, που αποτελεί το 11,4% του πληθυσμού. Ακολουθούν η πολωνική, η ουκρανική, η εβραϊκή κ.ά.Η Λ., έως το 1991 που απέκτησε την ανεξαρτησία της, ήταν μία από τις σοβιετικές δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ. Σήμερα είναι προεδρευομένη δημοκρατία. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας εκλέγεται απευθείας από τον λαό και η θητεία του είναι πενταετής. Σύμφωνα με το σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1994, τη νομοθετική εξουσία ασκούν το ανώτατο σοβιέτ, που αποτελείται από 64 μέλη, και η βουλή των αντιπροσώπων, με 110 μέλη που εκλέγονται με καθολική, μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες άνω των 18 ετών.Αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος της δημοκρατίας και επικεφαλής της κυβέρνησης ο πρωθυπουργός, ο οποίος ορίζεται από τον πρόεδρο. Ισχυρότερα κόμματα είναι το Κομουνιστικό Κόμμα της Λ., το Αγροτικό Κόμμα και το Ενωμένο Κόμμα των Πολιτών. Πρόεδρος της δημοκρατίας είναι από το 1994 ο Aλεξάντερ Λουκασένκο και πρωθυπουργός, από την 1η Οκτωβρίου 2001, ο Γκενάντι Νοβίτσκι.Η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη. Οι δικαστές ορίζονται από τον πρόεδρο της χώρας. Οι δικαστικές υποθέσεις εκδικάζονται από τα δικαστήρια πρώτου βαθμού και οι εφέσεις από το ανώτατο δικαστήριο. Σύμφωνα με το σύνταγμα, μπορεί να συνέλθει επίσης το συνταγματικό δικαστήριο, που αποτελείται από 11 δικαστές, οι οποίοι εκλέγονται από το ανώτατο σοβιέτ της χώρας.Σύμφωνα με το σύνταγμα, ισχύει στη χώρα η ανεξιθρησκία. Η πλειονότητα των πολιτών ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία (80%). Υπάρχουν επίσης πολλοί καθολικοί και λιγότεροι προτεστάντες, μουσουλμάνοι, Εβραίοι καθώς και ουνίτες (ελληνορθόδοξοι καθολικοί).Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική και δωρεάν από την ηλικία των 6 έως την ηλικία των 17 ετών. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι τετραετής και η δευτεροβάθμια επταετής. Υπάρχουν τρία πανεπιστήμια, πέντε πολυτεχνεία καθώς και ανώτερες τεχνικές σχολές. Σημαντικό πρόβλημα στην εκπαίδευση είναι η γλώσσα διδασκαλίας, λόγω της σύνθεσης του πληθυσμού και της χρήσης της ρωσικής ως βασικής γλώσσας στην παιδεία. Τα τελευταία χρόνια είναι υποχρεωτική η γνώση της λευκορωσικής γλώσσας. Η διδασκαλία στα περισσότερα σχολεία γίνεται στη λευκορωσική, αλλά υπάρχουν και σχολεία όπου η διδασκαλία γίνεται στη ρωσική. Ο αναλφαβητισμός περιορίζεται στο 2% (1989) του πληθυσμού. Στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, που αποτελούνται από στρατό ξηράς, αεροπορία και σώμα φύλαξης των συνόρων, υπηρετούν 86.400 άνδρες (2002). Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 18 μήνες. Στη Λ. ήταν εγκατεστημένοι πύραυλοι της ΕΣΣΔ που έφεραν πυρηνικές κεφαλές και οι οποίοι μεταφέρθηκαν στη Ρωσία. Σύμφωνα με το σύνταγμα, η χώρα είναι αποπυρηνικοποιημένη ζώνη.Οι συνθήκες διαβίωσης στη Λ. είναι γενικά καλύτερες απ’ ό,τι στις άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, ωστόσο οι επιπτώσεις από την καταστροφή του Τσέρνομπιλ είναι εξαιρετικά δυσμενείς για τη δημόσια υγεία: από το 1986 έχει παρατηρηθεί τεράστια αύξηση των κρουσμάτων παιδικού καρκίνου και ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι πλέον αρνητικός (–0,14% το 2002).Το έδαφος της Λ. είναι πεδινό με πολλές λίμνες και έλη. Οι πεδιάδες, που δημιουργήθηκαν την εποχή της κρυστάλλωσης των παγετώνων, διακόπτονται από χαμηλούς και συνήθως βραχώδεις λόφους, χαμηλά οροπέδια (100-150 μ.), μικρές λίμνες και βάλτους, αλσύλλια σημύδας και πυκνά δάση. Αυτή η ειδυλλιακή εικόνα ολοκληρώνεται με τα διάσπαρτα μικρά χωριά με τα ξύλινα σπίτια. Το βορειοδυτικό τμήμα της χώρας διασχίζουν δύο σειρές αμμωδών λόφων και ραχών, που έχουν δημιουργηθεί από κρυσταλλωμένα φερτά υλικά, θραύσματα βράχων και λίθων.
Η βορειότερη συστάδα των λόφων, που εντάσσεται στις λοφοσειρές της Βαλτικής, συνεχίζεται προς τα δυτικά με κατεύθυνση το Bίλνιους της Λιθουανίας. Μεσολαβεί μια ζώνη βαλτωδών πεδιάδων και ακολουθεί η λευκορωσική λοφοσειρά, σε σχήμα τόξου, που αρχίζει στη μεθόριο με την Πολωνία και φτάνει μέχρι τη μεθόριο με τη Ρωσία, περνώντας βόρεια από το Μινσκ. Το υψηλότερο σημείο της λοφοσειράς είναι ο κεντρικός λόφος Μινσκ, 356 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στα νοτιοανατολικά της Λευκορωσικής λοφοσειράς εκτείνεται ζώνη παγετωνικών πεδιάδων, από τις οποίες η μεγαλύτερη είναι της κεντρικής Mπερεζίνσκαγια και στο ανατολικό τμήμα της χώρας βρίσκεται το χαμηλό οροπέδιο Mογκιλιόφ.Το κλίμα είναι σχετικά υγρό και ηπειρωτικό, αλλά παρουσιάζει μια διαβάθμιση, από τις σχετικά ήπιες κλιματικές συνθήκες της κεντρικής Ευρώπης μέχρι τις σκληρότερες της ηπειρωτικής Ρωσίας. Είναι δηλαδή ηπιότερο στα νότια και στα δυτικά και πιο τραχύ στα Β και στα Α. Μεταξύ Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου και Μαρτίου-Απριλίου, η χώρα καλύπτεται από χιόνι και η παγωνιά διαρκεί 7 έως 8 μήνες. Η μέση θερμοκρασία του Ιανουαρίου κυμαίνεται από –4°C στα ΝΔ έως –8°C στα ΒΑ. Η βλαστητική περίοδος διαρκεί περίπου 200 ημέρες στα ΝΔ και περίπου 175 ημέρες στα Α. Ο θερμότερος μήνας είναι ο Ιούλιος, κατά τον οποίο η θερμοκρασία φτάνει στους 17-19°C. Οι βροχοπτώσεις είναι μέτριες με μέσο ετήσιο δείκτη από 550 μέχρι 700 χιλιοστά. Η βλαστητική μορφή της Λ. αποτελείται από μεικτά δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων δέντρων και από λιβαδική και ελώδη βλάστηση. Παλαιότερα, τα δάση κάλυπταν τη Λ. σε όλη της την έκταση, αλλά τα περισσότερα αποψιλώθηκαν έως τον 16ο αι., για τη δημιουργία αγρών. Σήμερα, αρκετοί από αυτούς τους αγρούς έχουν μετατραπεί και πάλι σε δάση, τα οποία καλύπτουν πλέον το 1/3 της χώρας. Αυτό συνέβη σε μεγαλύτερο βαθμό στον νότο, κυρίως στη βαλτώδη περιοχή Πρίπετ, που διαθέτει άφθονη και ποικίλη ελώδη χλωρίδα.
Τα δάση του βορρά σχηματίζονται από κωνοφόρα, κυρίως πεύκα και διάφορα είδη ελάτης. Στις δασώδεις περιοχές του νότου τα δέντρα είναι συνήθως φυλλοβόλα, όπως βελανιδιές, φλαμουριές, σφένδαμοι και οξιές. Τα βελονοφόρα δέντρα υπερισχύουν σε ποσοστό 70%, ακολουθούν οι σημύδες και οι λεύκες με 25% και οι βελανιδιές και άλλα πλατύφυλλα δέντρα με 5%.
Το εθνικό πάρκο Mπελοβέσκαγια Πούστσα, στα Δ και κατά μήκος της πολωνικής μεθορίου πάνω από την πόλη Mπρεστ, είναι ό,τι έχει απομείνει από τα πανάρχαια δάση που κάλυπταν κάποτε την Ευρώπη. Το πάρκο και η περιοχή προστατεύονται τόσο από τη Λ. στην οποία βρίσκεται το μεγαλύτερο τμήμα της, όσο και από την Πολωνία. Το πάρκο καταλαμβάνει έκταση 1.300 τ. χλμ., έχει πλούσια βλάστηση και μαζί με τα γύρω δάση προσφέρει καταφύγιο σε άλκες (το μεγαλύτερο είδος ελαφιού), αγριογούρουνα, κάστορες, αλλά και βίσονες, που είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό της Ευρώπης. Προστατευόμενες φυσικές περιοχές έχουν επίσης ανακηρυχθεί μεγάλες εκτάσεις στο Mπιαρεζίνσκι, στην Πρίπετ και στις Γαλάζιες Λίμνες.
Έως πριν από λίγα χρόνια, οι ευρωπαϊκοί βίσονες κινδύνευαν να εξαφανιστούν. Χάρη στα ειδικά προγράμματα πολλαπλασιασμού τους, όμως, το είδος κατάφερε να επιβιώσει, ενώ αρκετά ζώα έχουν ήδη μεταφερθεί στο φυσικό τους περιβάλλον, όπως στην άγρια φύση του Καυκάσου. Έτσι, από τα 40 άτομα που ζούσαν το 1945 σε πάρκα και σε ζωολογικούς κήπους, σήμερα μόνο στην Mπελοβέσκαγια Πούστσα ζουν περίπου 1.000 και αρκετές χιλιάδες σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Άλλα ζώα στις προστατευόμενες και στις δασώδεις περιοχές είναι τάρανδοι, ελάφια, αγριογούρουνα, λύκοι, αλεπούδες, σκίουροι, κουνάβια, λαγοί και, σπανιότερα, λευκές αρκούδες. Γύρω από τις λίμνες, τα ποτάμια και τα έλη, κυρίως στην περιοχή Πρίπετ, ζουν πάπιες και αγριόπαπιες, μπεκάτσες και πέρδικες.Περίπου 20.000 ποταμοί και χείμαρροι και 10.000 μικρές λίμνες αποστραγγίζουν τα νερά της Λ. Οι ποταμοί της ανήκουν στις λεκάνες της Μαύρης και της Βαλτικής θάλασσας. Μεγαλύτερος ποταμός είναι ο Δνείπερος, που εισέρχεται στα εδάφη της Λ. από τα ανατολικά, μέσα από τα υψώματα Σμολένσκ της κεντρικής Ρωσίας και συνεχίζει τον ρου του στην Ουκρανία. Δύο μεγάλοι παραπόταμοι του Δνείπερου είναι ο Πρίπετ και ο Mπιαρεζίνα. Ο τελευταίος έχει τις πηγές του περίπου στο κέντρο της Λ. και ο Πρίπετ, που έρχεται από τα δυτικά, ενώνεται για ένα διάστημα με τον Μπου, δημιουργώντας ένα φυσικό σύνορο με την Πολωνία. Στη συνέχεια ο Μπου ενώνεται στο έδαφος της Πολωνίας με τον Βιστούλα που εκβάλλει στη Βαλτική, ενώ ο Δνείπερος συνεχίζει τον ρου του έως τη Μαύρη θάλασσα. Δημιουργείται έτσι μία ποτάμια συγκοινωνιακή αρτηρία που ενώνει τις δύο αυτές θάλασσες. Οι λίμνες και τα πλωτά ποτάμια της Λ. χρησιμοποιούνται κυρίως για τη μεταφορά ξυλείας στα εργοστάσια επεξεργασίας ξύλου και λιγότερο ως ενεργειακές πηγές.
Ο ποταμός Nτβίνα ρέει από τη Ρωσία στη Λετονία, διερχόμενος μέσα από το βόρειο τμήμα της Λ., και ο Nιόμαν, ρέει με κατεύθυνση προς βορρά και περνά στο έδαφος της Λιθουανίας. Οι μεγαλύτερες λίμνες είναι οι Nάροτς, Nτρίσβιατ, Nιέστσερντο, Oσβέισκογιε στο βόρειο τμήμα της χώρας και Tσερβόνογε και Bιγκονόφσκαγιε στο νότιο. Στο νότιο τμήμα της χώρας, ο Δνείπερος σχηματίζει τη βαλτωμένη πεδιάδα Πολέσιε, μεγάλο τμήμα της οποίας βρίσκεται στη Λ., σε υψόμετρο μεταξύ 100 και 150 μ.
Την περίοδο των παγετώνων η πεδιάδα ήταν τόπος συγκέντρωσης του νερού από την τήξη των πάγων. Τα υψηλότερα σημεία της είναι αμμόλοφοι και υψώματα 5 έως 8 μ. Η κοιλάδα του Πρίπετ είναι η μεγαλύτερη βαλτώδης περιοχή στην Ευρώπη, η οποία ωστόσο έχει αποξηρανθεί σε πολλά σημεία της, για να αποδοθεί το εύφορο έδαφος στις καλλιέργειες.Οι σλαβικής καταγωγής Λευκορώσοι δέχτηκαν προσμείξεις από τους Τατάρους, οι οποίοι το 1240 μετακινήθηκαν από το Κίεβο, την καρδιά του σλαβικού πολιτισμού της περιοχής, και η χώρα πέρασε στην εξουσία των Λιθουανών. Η μεγάλη καταστροφή που υπέστη από τους Ρώσους και τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αι. υποχρέωσε πολλούς Λευκορώσους να μεταναστεύσουν στη Σιβηρία και στις ΗΠΑ.Ο πληθυσμός της Λ. μειώθηκε αισθητά κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και χρειάστηκαν 25 χρόνια έως να επανέλθει στα προπολεμικά επίπεδα. Παράλληλα, η κοινωνία αστικοποιήθηκε, χάνοντας τον μέχρι τότε αγροτικό κυρίως χαρακτήρα της. Το 2000, ο αστικός πληθυσμός αποτελούσε το 71% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Η πολυμορφία του πληθυσμού δημιουργεί ορισμένα προβλήματα, αλλά δεν έχουν παρατηρηθεί συγκρούσεις και φυλετικοί διαχωρισμοί, όπως σε άλλες χώρες της πρώην EΣΣΔ. Έως το 1989, η αύξηση του πληθυσμού ήταν σημαντική, σε ποσοστό 5% μέχρι 6% ετησίως. Μετά το 1991 και έως σήμερα, ο ρυθμός αύξησης έχει περιοριστεί σημαντικά και δεν ξεπερνά το 1% ετησίως.Σημαντικότερο αστικό κέντρο είναι η πρωτεύουσα Μινσκ, που συγκεντρώνει περίπου το 1/5 του συνολικού πληθυσμού της χώρας (1.725.100 κάτ. το 1999). Άλλες μεγάλες πόλεις είναι το Γκόμιελ (503.700 κάτ.), το Μογκλιόφ (371.300 κάτ.), το Βιτέμπσκ (358.700 κάτ.), το Γκρόντνο (308.900 κάτ.) και η Μπρεστ (300.400 κάτ.).Η οικονομία της χώρας δεν κατάφερε να ανακάμψει μετά τους κλυδωνισμούς εξαιτίας της απόσπασής της από τη Σοβιετική Ένωση, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, καθώς οι κυβερνήσεις της δεν ακολούθησαν γρήγορους ρυθμούς μετάβασης στην οικονομία της αγοράς. Αντίθετα μάλιστα, το κράτος εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να ελέγχει τις περισσότερες επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα επιχορηγεί σημαντικό αριθμό προβληματικών επιχειρήσεων. Η χώρα διαθέτει περιορισμένους πόρους, με αποτέλεσμα να μην έχει πολλά περιθώρια για ανάπτυξη. Το 2001, το ΑΕΠ ανήλθε στα 84.800 εκατ. δολάρια και το κατά κεφαλήν εισόδημα σε 8.200 δολ., ενώ ο πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί στο 46%. Μάλιστα, η κακή οικονομική κατάσταση οδηγεί πολλές συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας να ζητούν επανένωση με τη Ρωσία. Πάντως, η Λ. έχει το μικρότερο ποσοστό ανεργίας (2,1%) από όλες τις χώρες της πρώην EΣΣΔ. Το 21% του ενεργού πληθυσμού ασχολείται με την αγροτική οικονομία, ενώ η βιομηχανία παίζει πλέον πρωτεύοντα ρόλο και απορροφά το 35%.
Η Λ. ήταν μία από τις γειτονικές χώρες της Ουκρανίας που επλήγησαν περισσότερο από την καταστροφή του Τσέρνομπιλ. Πολλά δάση, ποτάμια και καλλιέργειες μολύνθηκαν. Ένα πρόγραμμα καθαρισμού από τη ραδιενέργεια βρίσκεται σε εξέλιξη, που όμως είναι χρονοβόρο και απορροφά μεγάλο μέρος του κρατικού προϋπολογισμού. Στη ρύπανση του περιβάλλοντος συντελεί και η χρήση άνθρακα και τύρφης στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.Βασικός οικονομικός πόρος της Λ. είναι η γεωργία, η οποία ευνοείται από τα εύφορα εδάφη και το σχετικά ήπιο κλίμα. Η γεωργική παραγωγή στηρίζεται στους συνεταιρισμούς, οι οποίοι εξακολουθούν να λειτουργούν. Καλλιεργούνται κυρίως βρόμη, κριθάρι, σίκαλη και άλλα δημητριακά, καθώς επίσης πατάτες και ζαχαρότευτλα. Το τραγικό δυστύχημα στο Tσέρνομπιλ το 1986 προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στη Λ., αφού μολύνθηκε το 40% της επιφάνειας του εδάφους της. Οι προσπάθειες που καταβάλλονται για την εξάλειψη των συνεπειών της ραδιενέργειας είναι επίπονες και μακρόχρονες. Έτσι, τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης που έχουν μολυνθεί από τη ραδιενέργεια, καθώς και λειμώνες, δάση, νερά, υπόγεια ρεύματα, που τροφοδοτούν γειτονικές χώρες, θα παραμείνουν αχρησιμοποίητα τις επόμενες δεκαετίες.
Η δασοκομία, η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία και η εκτροφή ζώων για γούνα είναι άλλες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Πάντως, η κτηνοτροφία δεν αποτελεί σημαντικό μέρος της οικονομίας της Λ., αν και γίνονται προσπάθειες για την επέκταση του τομέα αυτού. Στη χώρα εκτρέφονται περίπου 7 εκατ. αγελάδες, 5 εκατ. χοίροι και 50 εκατ. κοτόπουλα.Οι διαδοχικές κατακτήσεις της Λ. και η σοβιετική εξουσία. Μετά από περιόδους λιθουανικής και πολωνικής κυριαρχίας, η Λ. αποτέλεσε τμήμα της Ρωσικής αυτοκρατορίας στα τέλη του 18ου αι., αφού προηγουμένως έγινε αντικείμενο διένεξης μεταξύ της Πολωνίας και της Ρωσίας που τη διεκδικούσαν αμφότερες. Κατά την προέλαση του Ναπολέοντα το 1812, η χώρα ερημώθηκε από τον ρωσικό στρατό που υποχωρούσε και σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. παρέμεινε εξαιρετικά φτωχή. Προς τα τέλη του 19ου αι. παρατηρήθηκε αφύπνιση της εθνικής συνείδησης και, ως αποτέλεσμα της εκβιομηχάνισης, έγιναν σημαντικές μετακινήσεις του πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές προς τις πόλεις. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 στη Ρωσία, Λευκορώσοι εθνικιστές και σοσιαλιστές σχημάτισαν συμβούλιο το οποίο διεκδίκησε από την προσωρινή κυβέρνηση στην Αγία Πετρούπολη την αυτονομία της χώρας. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους, δυνάμεις του Ερυθρού Στρατού στάλθηκαν στο Mινσκ και το συμβούλιο διαλύθηκε. Στη συνέχεια, όμως, η συνθήκη του Mπρεστ-Λιτόφσκ (1918) μεταξύ της νέας σοβιετικής εξουσίας και της Γερμανίας παραχώρησε το μεγαλύτερο τμήμα της Λ. στους Γερμανούς, οι οποίοι κατέλαβαν τη χώρα. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, οι μπολσεβίκοι ανακατέλαβαν το Mινσκ και τον Ιανουάριο του 1919 ανακηρύχθηκε η Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Λ.
Τον επόμενο μήνα, η δημοκρατία αυτή συγχωνεύτηκε με τη γειτονική Λιθουανία. Τον Απρίλιο του 1919, πολωνικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Λιθουανία και στη Λ. και μόνο μετά από έναν χρόνο οι μπολσεβίκοι ανακατέλαβαν το Mινσκ, ενώ η Λιθουανία έγινε ανεξάρτητη. Η Δημοκρατία της Λ. περιλάμβανε, ωστόσο, μόνο το ανατολικό μισό της χώρας, καθώς το δυτικό τμήμα της παραχωρήθηκε στην Πολωνία. Το 1922, η Λ., μαζί με την Ουκρανία και τα εδάφη της Υπερκαυκασίας (τα σημερινά κράτη της Αρμενίας, της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν), συγχωνεύτηκαν με τη Ρωσική ομοσπονδία και δημιούργησαν την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.
Η Νέα Οικονομική Πολιτική της σοβιετικής ηγεσίας επέφερε κάποια ευημερία στη Λ., όπου σημειώθηκε μια σχετική ανάπτυξη. Η περίοδος αυτή, όμως, τερματίστηκε το 1929 με την επικράτηση του Στάλιν και την έναρξη της υποχρεωτικής κολεκτιβοποίησης της γης. Στη Λ., όπως και σε άλλες περιοχές της EΣΣΔ, ξέσπασαν πολλές ταραχές, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, και οι εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930 είχαν κυρίως ως στόχους τους Λευκορώσους εθνικιστές και τους διανοούμενους. Μετά την εισβολή των γερμανικών και των σοβιετικών δυνάμεων το 1939 στην Πολωνία, η Λ. διευρύνθηκε με την προσάρτηση των εδαφών που είχαν παραχωρηθεί στην Πολωνία και στη Λιθουανία. Μεταξύ του 1941 και του 1944 η Λ. κατελήφθη από τις γερμανικές δυνάμεις και πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν κατά τη διάρκεια της κατοχής, ανάμεσά τους το μεγαλύτερο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού, ενώ η χώρα καταστράφηκε. Στη διάσκεψη της Γιάλτας το 1945, οι Σύμμαχοι συμφώνησαν στην ενοποίηση της δυτικής και της ανατολικής Λ. και η Σοβιετική Ένωση κατάφερε να αποκτήσει η Λ. το δικαίωμα να έχει τη δική της ξεχωριστή ψήφο στον OHE.
Η πρώτη μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίστηκε από την ανοικοδόμηση της χώρας, η οποία οδήγησε και στην αύξηση της ρωσικής μετανάστευσης προς τη δημοκρατία αυτή. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, συνεχίστηκε η διαδικασία του εκρωσισμού, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η χρήση της λευκορωσικής γλώσσας. Η Λ., όμως, ήταν μία από τις πιο ευημερούσες δημοκρατίες της EΣΣΔ. Ίσως γι’ αυτό, το τοπικό Κομουνιστικό Κόμμα (ΚΚ) αντιτάχθηκε στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Mιχαήλ Γκορμπατσόφ από το 1985 και μετά. Ωστόσο, από το 1987, άρχισαν να διατυπώνονται επικρίσεις στον Τύπο για τη στάση του κόμματος, οργανώθηκαν εκστρατείες υπέρ της χρήσης της λευκορωσικής στην εκπαίδευση και ταυτόχρονα αναπτύχθηκε ένα οικολογικό κίνημα, εξαιτίας προφανώς της τραγωδίας στο γειτονικό Tσέρνομπιλ της Ουκρανίας. Στα τέλη της δεκαετίας, οι δύο σημαντικότερες μη-κυβερνητικές οργανώσεις ήταν η Ένωση για τη Λευκορωσική Γλώσσα και η Οικολογική Ένωση.
Η πορεία προς την ανεξαρτησία και η δημιουργία του νέου κράτους. Τον Οκτώβριο του 1988, ιδρύθηκε το Λαϊκό Μέτωπο, αλλά το τοπικό KK δεν επέτρεπε τη διοργάνωση των διαφόρων εκδηλώσεών του. Η αστυνομία κλήθηκε να αντιμετωπίσει μαζικές διαδηλώσεις στην επέτειο των μαζικών εκτελέσεων επί Στάλιν. Στις αρχές του 1990, οι τοπικές αρχές αναγκάστηκαν, υπό την πίεση του Λαϊκού Μετώπου, να ανακηρύξουν ως επίσημη γλώσσα τη λευκορωσική, χωρίς ωστόσο να επιτρέψουν τη συμμετοχή του Λαϊκού Μετώπου στις εκλογές για το ανώτατο συμβούλιο της Λ. Παρ’ όλα αυτά, τα μέλη του Λαϊκού Μετώπου μετείχαν στις εκλογές μέσω άλλων οργανώσεων και εξασφάλισαν περίπου το ένα τέταρτο των εδρών. Όταν συνήλθε το νέο ανώτατο συμβούλιο, οι βουλευτές που ανήκαν σε οργανώσεις της αντιπολίτευσης ζήτησαν να υιοθετηθεί η διακήρυξη της ανεξαρτησίας. Τελικά, έπειτα από διαβουλεύσεις με την κεντρική σοβιετική ηγεσία στη Μόσχα, υιοθετήθηκε ομόφωνα μια ανάλογη διακήρυξη, με την οποία τονιζόταν το δικαίωμα της δημοκρατίας να διατηρεί ένοπλες δυνάμεις, να εκδίδει δικό της νόμισμα και, με την επιμονή της αντιπολίτευσης, περιελήφθη μία διάταξη στην οποία υπογραμμιζόταν το δικαίωμα της δημοκρατίας για αποζημιώσεις από τις καταστροφές του Tσέρνομπιλ. Το ζήτημα του Tσέρνομπιλ ήταν εκείνο που ένωσε τους βουλευτές τόσο του KK όσο και της αντιπολίτευσης. Η τοπική κυβέρνηση ζητούσε 17 δισ. ρούβλια για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της καταστροφής, αλλά τελικά δεν πήρε ούτε το ένα τέταρτο από αυτό το ποσό. Στο συνέδριο του τοπικού KK, τον Νοέμβριο του 1990, επικρίθηκαν έντονα οι μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ και λίγο έλειψε οι αντίπαλοί του να κερδίσουν την πλειοψηφία.
Η κυβέρνηση της Λ. έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις για τη νέα συνθήκη της ένωσης και στο δημοψήφισμα για τη διατήρηση της EΣΣΔ το 83% υπερψήφισε την πρόταση του Γκορμπατσόφ για μία ανανεωμένη ομοσπονδία κυρίαρχων δημοκρατιών. Στις αρχές του 1991, μία σειρά απεργιών με οικονομικά αιτήματα συγκλόνισε τη χώρα και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προχωρήσει σε παραχωρήσεις προς τους εργαζομένους. Λίγο αργότερα, οι διαφωνίες εκφράστηκαν και μέσα στο ίδιο το KK της Λ. και ορισμένοι βουλευτές του σχημάτισαν διαφορετική ομάδα με την ονομασία Κομουνιστές για τη Δημοκρατία.
Όταν έγινε η απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του Γκορμπατσόφ, τον Αύγουστο του 1991, η ηγεσία της Λ. τήρησε ουδέτερη στάση, αλλά η κεντρική επιτροπή του KK υποστήριξε τους πραξικοπηματίες. Μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος, το ανώτατο συμβούλιο ανάγκασε τον πρόεδρό του να παραιτηθεί και τοποθέτησε στη θέση του τον Στανισλάβ Σούσκεβιτς. Παράλληλα, το ανώτατο συμβούλιο εθνικοποίησε την περιουσία του κόμματος και απαγόρευσε τη λειτουργία του. Τον επόμενο μήνα, το ανώτατο συμβούλιο μετονόμασε τη χώρα σε Δημοκρατία της Λ. και εξέλεξε ως πρόεδρο τον Σούσκεβιτς. Στις 8 Δεκεμβρίου ο Σούσκεβιτς, μαζί με τους προέδρους της Ρωσίας και της Ουκρανίας, υπέγραψε το σύμφωνο του Mινσκ, σύμφωνα με το οποίο εγκαθιδρύθηκε η Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ) με έδρα το Mινσκ.
Η Λ. γνώρισε σχετική σταθερότητα στη διάρκεια του 1992, ενώ στα πολιτικά πράγματα το Λαϊκό Μέτωπο συνέχισε να επικρίνει την κυριαρχία των κομουνιστών στα ανώτατα όργανα του κράτους και της κυβέρνησης. Οι εσωτερικές αντιθέσεις στην κυβέρνηση εκδηλώθηκαν το 1993. Με αφορμή την κατάρτιση νέου συντάγματος, υποβλήθηκαν τρία διαφορετικά σχέδια. Ο Σούσκεβιτς και το Λαϊκό Μέτωπο αντιτάχθηκαν στη μετατροπή του πολιτεύματος της χώρας σε προεδρευομένη δημοκρατία, ωστόσο το νέο σύνταγμα, που υιοθετήθηκε τον Μάρτιο του 1994, προέβλεπε κάτι τέτοιο. Ένα δεύτερο ζήτημα διαφωνιών ήταν οι στενότερες σχέσεις με τη Ρωσία, προοπτική στην οποία αντιτάσσονταν τόσο ο Σούσκεβιτς όσο και το Λαϊκό Μέτωπο. Ωστόσο, το ανώτατο συμβούλιο υπέγραψε τελικά τη Συνθήκη Συλλογικής Ασφάλειας, μαζί με άλλες έξι χώρες της πρώην EΣΣΔ. Τελικά, στις αρχές του 1994, ο Σούσκεβιτς απομακρύνθηκε από την εξουσία και την ίδια περίοδο το Κομουνιστικό Κόμμα αύξησε και πάλι τη δύναμή του, σχηματίζοντας μαζί με άλλα κόμματα και ομάδες το Λαϊκό Κίνημα της Λ.
Η εσωτερική αναταραχή επιδεινώθηκε στις αρχές του 1994, καθώς η κυβέρνηση κατηγορήθηκε για διαφθορά και έγιναν μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις. Τον Ιούλιο του 1994, ο Aλεξάντερ Λουκασένκο, ο οποίος ήταν επικεφαλής της επιτροπής που ερεύνησε τις κατηγορίες περί διαφθοράς του Σούσκεβιτς, κατόρθωσε να εκλεγεί πρόεδρος στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, με τη συντριπτική πλειοψηφία του 85% των ψήφων. Ο Λουκασένκο είχε υποσχεθεί κατά την προεκλογική του εκστρατεία ότι θα επεδίωκε στενότερες σχέσεις με τη Ρωσία, θα καταπολεμούσε τη διαφθορά και θα περιόριζε τις ιδιωτικοποιήσεις. Παρά τις διακηρύξεις του, όμως, στη συνέχεια διατυπώθηκαν κατηγορίες για διαφθορά και εναντίον των συνεργατών του Λουκασένκο.
Τον Μάιο του 1995, έγιναν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές, στις οποίες όμως, λόγω του περίπλοκου εκλογικού συστήματος, εξελέγησαν περίπου τα μισά μέλη του κοινοβουλίου. Από όσους κατόρθωσαν να εκλεγούν, περίπου οι μισοί ήταν κομουνιστές και σύμμαχοί τους, ενώ η μεγαλύτερη εθνικιστική παράταξη, το Λαϊκό Μέτωπο, σχεδόν εξαφανίστηκε. Οι εκλογές αυτές επικρίθηκαν έντονα από το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλους διεθνείς οργανισμούς και παρατηρητές ως ανελεύθερες, αλλά ο Λουκασένκο αγνόησε τις διεθνείς αντιδράσεις, δηλώνοντας ότι προτιμούσε να κυβερνά με δημοψηφίσματα. Στα μέσα του 1996, η αντιπολίτευση οργάνωσε μεγάλες διαδηλώσεις στη Λ., κατηγορώντας τον Λουκασένκο ότι επεδίωκε να κυβερνήσει με αυταρχικό τρόπο, ότι προετοίμαζε ενδεχομένως και δικτατορία, ενώ παράλληλα αντιδράσεις προκάλεσε η υπερβολικά στενή σύνδεση της Λ. με τη Ρωσία. Η αντιπολίτευση κατηγόρησε επίσης τον Λουκασένκο ότι υπονόμευε τις προσπάθειες που γίνονταν τα τελευταία χρόνια για την ανάπτυξη της εθνικής ταυτότητας και της γλώσσας της Λ., καθώς είχε φτάσει στο σημείο να αλλάξει τη νέα σημαία και είχε επαναφέρει μία παλιά που θυμίζει τη σημαία της Σοβιετικής Ένωσης. Σε δηλώσεις του, τον Ιούνιο του 1996, ο Λουκασένκο εξέφρασε την επιθυμία να πραγματοποιήσει δημοψηφίσματα για τη διεύρυνση του NATO και για το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, εκφράζοντας έτσι την αντίθεσή του στη διεύρυνση του NATO προς ανατολάς καθώς και στις ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες, κατά τη γνώμη του, είχαν προκαλέσει το κύμα διαφθοράς στη Λ. Έγιναν διαδηλώσεις και εναντίον της συμφωνίας που υπέγραψε τον Απρίλιο του 1996 ο Λουκασένκο με τον Ρώσο πρόεδρο Γιέλτσιν, για τη δημιουργία μιας κοινότητας μεταξύ των δύο χωρών.
Τον Ιανουάριο του 1997, ο Λουκασένκο όρισε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σεργκέι Λινγκ και, παρά τις συνεχείς διαμαρτυρίες από την πλευρά της αντιπολίτευσης, τον Ιούνιο οριστικοποιήθηκε η συμφωνία σύνδεσης με τη Ρωσία και τον Δεκέμβριο υπογράφηκε η συνθήκη για την κατάθεση κοινού προϋπολογισμού.
Από τον Φεβρουάριο του 1998, ωστόσο, το λευκορωσικό ρούβλι άρχισε μια πορεία υποτίμησης, με αποτέλεσμα να παρέμβει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το ρούβλι συνέχισε να διολισθαίνει έως τον Ιανουάριο του 2000, οπότε έγινε ανατίμηση του νομίσματος με αναλογία ενός νέου προς δύο χιλιάδες παλιά ρούβλια. Τον Φεβρουάριο, ο Λουκασένκο αντικατέστησε τον πρωθυπουργό Λινγκ με τον δήμαρχο του Μινσκ, Ουατζιμίρ Γερμόσιν. Τον Μάιο εγκρίθηκε ο πρώτος κοινός προϋπολογισμός Λ. και Ρωσίας. Τον Οκτώβριο του 2000 έγιναν βουλευτικές εκλογές, στις οποίες πλειοψήφησε η κυβερνητική παράταξη, παρά τις πολλές και ποικίλες κατηγορίες για νοθεία που ακούστηκαν από παντού, τόσο από το εσωτερικό της χώρας όσο και από το εξωτερικό. Στις προεδρικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2001, ο Λουκασένκο εξελέγη με το 75% των ψήφων για μία δεύτερη θητεία, ενώ και πάλι δεν έλειψαν οι υπόνοιες για νοθεία των εκλογών. Ο Λουκασένκο προχώρησε αμέσως τόσο σε αντικατάσταση του πρωθυπουργού Γερμόσιν με τον Γκενάντι Νοβίτσκι, όσο και σε δομικές αλλαγές στην κυβέρνηση, μειώνοντας τον αριθμό των υπουργείων και ιδρύοντας νέες επιτροπές. Στο εξωτερικό, εξακολουθούν να εκφράζονται ανησυχίες για τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας, ειδικά μετά την απαγόρευση της λειτουργίας του συνδικαλιστικού οργάνου των φοιτητών και την ανακοίνωση ότι ο πρόεδρος της Λευκορωσικής Ακαδημίας Επιστημών θα οριζόταν στο εξής από τον πρόεδρο, αντί να εκλέγεται από τους συναδέλφους του, όπως συνέβαινε έως τότε.Κατά τη διάρκεια της εξάρτησης της Λ. από τη Λιθουανία, τον 16ο αι., παρατηρήθηκε στη Λ. μεγάλη άνθηση της λογοτεχνίας, χάρη σε μία ομάδα προτεσταντών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχουν οι Γ. Σκαρίνα και Σ. Μπούντι. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της πολωνικής κυριαρχίας, τον 17ο και 18ο αι., σημειώθηκε στη Λ. πτώση της λογοτεχνικής δραστηριότητας, την οποία ακολούθησε, στις αρχές του 19ου αι., μια κάποια ανάκαμψη. Παρά τους περιορισμούς, τους οποίους επέβαλαν οι τσαρικές αρχές, καλλιεργήθηκε η λαϊκή ποίηση, ενώ έγιναν γνωστά τα έργα ορισμένων συγγραφέων, όπως του Β. Ντούνιν-Μάρσινκεβτς.
Η σκλήρυνση της στάσης του τσαρικού καθεστώτος έναντι της Λ. οδήγησε στην απαγόρευση της έκδοσης βιβλίων στη λευκορωσική γλώσσα. Όμως, η δημοσίευση στο εξωτερικό των ποιημάτων του Φ. Μπαχούσεβιτς, στα τέλη του 19ου αι., άνοιξε τον δρόμο στην εξέλιξη της λογοτεχνίας, η οποία αναπτύχθηκε σε καθεστώς ημιπαρανομίας, έως την κατάρρευση της Ρωσικής αυτοκρατορίας.
Μεταξύ των πιο γνωστών Λευκορώσων ποιητών του 20ού αι. συγκαταλέγονται οι Μ. Κουτζέλκα, Π. Τρους, Μ. Λέμπκα, Μ. Κλίμκοβιτς, Α. Κουλιάζου, Π. Μπρούκα, Ν. Τανκ, Π. Παντσένκα, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή υπήρξε και μια αρκετά σημαντική άνθηση της πεζογραφίας, χάρη σε συγγραφείς όπως οι Β. Μπίκαν, Α. Αντάμοβιτς, Μπ. Σατσάνκα, Α. Ναουρόκι και Ντ. Μπίτσελ.Στις αρχές του 14ου αι. τα εδάφη της σημερινής Λ. βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της Λιθουανίας και προς τα μέσα του 16ου αι. της Πολωνίας. Καθώς η χώρα αποτελούσε ένα μόνιμο πεδίο μαχών έως τα τέλη του 18ου αι., η μεσαιωνική της αρχιτεκτονική είχε χαρακτήρα βασικά στρατιωτικό, αμυντικό. Οι πόλεις χτίζονταν γύρω ή δίπλα σε ένα οχυρωμένο κάστρο και περιβάλλονταν από αλλεπάλληλες σειρές οχυρωματικών έργων. Έχουν διασωθεί έως σήμερα τα κάστρα της Λίντα, του Nοβογκρουντόκ, του Γκρόβνο και του Nέσβιζ. Ακόμα και οι εκκλησίες, πέρα από τον θρησκευτικό τους ρόλο, είχαν οχυρωματικό χαρακτήρα.
Τον 17ο και 18ο αι. αναπτύχθηκαν οι τάσεις μπαρόκ από διάφορα καθολικά θρησκευτικά τάγματα, εμφανείς στα μοναστήρια των ιησουιτών στο Nέσβιζ (1584) και στο Γκρόντνο (1667), στη μονή των Kαρμελιτών στο Γκλουμπόκογε (1735), στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στο Πόλοτσκ (ανακαινισμένος το 1750).
Η ζωγραφική παρουσίασε πρωτότυπα χαρακτηριστικά: στις εικόνες και στις μικρογραφίες, οι άγιοι είναι ανθρωπόμορφοι. Στο β' μισό του 16ου αι., οι επίπεδες μορφές των εικόνων παραχώρησαν τη θέση τους σε τρισδιάστατες παραστάσεις (Παρασκευά Πιάτνιτσα, Κρατικό Μουσείο Τέχνης, Μινσκ). Τον 17ο αι. εμφανίζονται νωπογραφίες και οι παραστάσεις έχουν προοπτική.
Άνθηση παρουσίασε επίσης η καλλιτεχνική βιοτεχνία (η ξυλογλυπτική, η κεραμική, η χρυσοχοΐα, η υφαντική). Μετά την ένωση με τη Ρωσία, το 1795, άρχισαν εντατικές πολιτιστικές ανταλλαγές. Στον 18ο και 19ο αι. πολλές πόλεις ανανεώθηκαν σύμφωνα με τα πρότυπα του κλασικισμού, ενώ στο β' μισό του 19ου αι. οι εικαστικές τέχνες στη Λ. ακολούθησαν την πορεία του κριτικού ρεαλισμού με τον Γ. Πεν και τον Γ. Kρούγκερ.
Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και με την εκβιομηχάνιση της χώρας, οι εικαστικές τέχνες ακολούθησαν τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Λευκορωσίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Λευκορωσίας (1919-91) Έκταση: 270.600 τ. χλμ. Πληθυσμός: 10.335.382 τ. χλμ. Πρωτεύουσα: Μινσκ (1.722.600 κάτ. το 1998)
Στη Λευκορωσία υπάρχουν 10.000 μικρές λίμνες· στη φωτογραφία, ψάρεμα στη λίμνη Βίσνεβο, νότια της πόλης Μινσκ (φωτ. ΑΠΕ).
Η πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας (81,2%) αποτελείται από Λευκορώσους (φωτ. ΑΠΕ).
Η γεωργία αποτελεί τον βασικό οικονομικό πόρο της Λευκορωσίας (φωτ. ΑΠΕ).
Χαρτονόμισμα των 10.000 (νέων) λευκορωσικών ρουβλίων, που εκδόθηκε το 2001.
Ειδικός ελέγχει τα επίπεδα ραδιενέργειας σε αγρόκτημα, στο πλαίσιο ενός προγράμματος καθαρισμού που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Λευκορωσία, μετά το τραγικό δυστύχημα στο Τσέρνομπιλ το 1986 (φωτ. ΑΠΕ).
Στρατιωτική παρέλαση στους δρόμους του Μινσκ, πρωτεύουσας της Λευκορωσίας (φωτ. ΑΠΕ).
Στρατιώτες επιθεωρούν έναν μαζικό τάφο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, κοντά στην πρωτεύουσα της Λευκορωσίας, όπου τάφηκαν πάνω από 10.000 θύματα εκτελέσεων από τους Ναζί.
Στα μέσα το 1996 η αντιπολίτευση οργάνωσε διαδηλώσεις στη Λευκορωσία με αφορμή τη συμφωνία που υπέγραψε το 1996 ο πρόεδρος της χώρας Λουκασένκο με τον Ρώσο πρόεδρο Γέλτσιν, για τη δημιουργία μιας κοινότητας μεταξύ των δύο χωρών (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Αλεξάντερ Λουκασένκο εξελέγη πρόεδρος της Λευκορωσίας το 1994 (φωτ. ΑΠΕ).
Το Τσέρνομπιλ έχει αφήσει τα σημάδια του στη Λευκορωσία. Κάτοικοι του χωριού Σούντκοβο –30 χλμ. από το Τσέρνομπιλ– ζητούν τη βοήθεια του προέδρου Αλεξάντερ Λουκασένκο.
Τα άλογα ήταν πάντα ο πιστός σύντροφος των Λευκορώσων· και σήμερα βρίσκει κανείς στις πεδιάδες της χώρας χιλιάδες άλογα.
Διαδήλωση του 1996, με κύριο σύνθημα την ένωση Λευκορωσίας και Ρωσίας.
Άποψη του Μινσκ, πρωτεύουσας της Λευκορωσίας και μεγάλου βιομηχανικού κέντρου της χώρας.
Παράσταση μπαλέτου που δόθηκε στο Εθνικό Θέατρο Μπαλέτου Μπολσόι στο Μινσκ (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.